α Α ά ὰ ᾶ ἀ ᾳ ᾷ Ἀ ἄ Ἄ ἁ Ἁ ἅ Ἅ ἃ ἆ Ἆ ἇ ᾴ ᾆ ᾄ β Β γ Γ δ Δ ε Ε έ ὲ ἑ Ἑ ἐ Ἐ ἔ Ἔ ἕ Ἕ ζ Ζ η ή ἠ Ἠ ἤ Ἤ ἡ Ἡ ἥ Ἥ ῆ ἦ Ἦ ἧ ῃ ῄ ῂ ῇ ᾖ θ Θ ι ί ΐ ὶ ἰ Ἰ ἱ Ἱ ῖ ἴ Ἴ ἵ ἶ Ἶ ἷ κ Κ λ Λ μ Μ ν Ν ξ Ξ ο Ο ό ὁ Ὁ ὀ Ὀ ὄ Ὄ ὅ Ὅ π Π ρ ῤ ῥ Ῥ σ ς Σ τ Τ υ ύ ὺ ὐ ὑ Ὑ ὗ ὕ Ὕ ῦ ὖ ὔ ϋ ΰ φ Φ χ Χ ψ Ψ ω ὠ Ὠ ὡ ὤ Ὤ ώ ὥ ῶ ὦ Ὦ Ὧ ῳ ῴ ᾠ ᾤ ῷ á ā Ά à ḗ é ē ë Ē è Ī í ī ï ō ó ö Ó Ú ú ū ù ý ȳ ͂
Erweiterte Suche
Expertensuche
Anzahl der Suchtreffer: 34048
Docx
# | Lemma | Wortart | Deutsche Bedeutung |
---|---|---|---|
33161 | χελύνη (chelýnē) (2), χέλυνα (chélyna) | F. | Schildkröte |
33162 | χελύνιον (chelýnion) | N. | Hirnschale |
33163 | χελύννα (chelýnna) | F. | |
33164 | χέλυς (chélys) | F. | Schildkröte |
33165 | χελώνη (chelōnē), χελύννα (chelýnna) | F. | Schildkröte, Schirmdach |
33166 | χέραδος (chérados) | N. | Geröll, Kies |
33167 | χεράς (cherás) | F. | Geröll, Kies |
33168 | χερείων (chereíōn) | Adj., Adj. | |
33169 | χέριον (chérion) | N. | kleine Hand, Händchen, Händlein |
33170 | χερμάδιον (chermádion) | N. | Feldstein, Schleuderstein |
33171 | χερμάς (chermás) | F. | Feldstein, Schleuderstein |
33172 | χερνής (chernḗs) (1) | Adj. | dürftig, arm, kärglich |
33173 | χερνής (chernḗs) (2) | M. | Handwerker, Lohnarbeiter |
33174 | χερνητής (chernētḗs) | M. | Handwerker, Tagelöhner |
33175 | χερνίτης (chernítēs) | M. | ein weißer Marmor |
33176 | χέρνιψ (chérnips) | F. | Waschwasser |
33177 | χερομυσής (mcheromysḗs) | Adj. | die Hände besudelnd |
33178 | χεῤῥόνησος (cherrhónēsos) | F. | |
33179 | χέρρος (chérros) (1) | Adj. | |
33180 | χέρρος (chérros) (2) | F. |