α Α ά ὰ ᾶ ἀ ᾳ ᾷ Ἀ ἄ Ἄ ἁ Ἁ ἅ Ἅ ἃ ἆ Ἆ ἇ ᾴ ᾆ ᾄ β Β γ Γ δ Δ ε Ε έ ὲ ἑ Ἑ ἐ Ἐ ἔ Ἔ ἕ Ἕ ζ Ζ η ή ἠ Ἠ ἤ Ἤ ἡ Ἡ ἥ Ἥ ῆ ἦ Ἦ ἧ ῃ ῄ ῂ ῇ ᾖ θ Θ ι ί ΐ ὶ ἰ Ἰ ἱ Ἱ ῖ ἴ Ἴ ἵ ἶ Ἶ ἷ κ Κ λ Λ μ Μ ν Ν ξ Ξ ο Ο ό ὁ Ὁ ὀ Ὀ ὄ Ὄ ὅ Ὅ π Π ρ ῤ ῥ Ῥ σ ς Σ τ Τ υ ύ ὺ ὐ ὑ Ὑ ὗ ὕ Ὕ ῦ ὖ ὔ ϋ ΰ φ Φ χ Χ ψ Ψ ω ὠ Ὠ ὡ ὤ Ὤ ώ ὥ ῶ ὦ Ὦ Ὧ ῳ ῴ ᾠ ᾤ ῷ á ā Ά à ḗ é ē ë Ē è Ī í ī ï ō ó ö Ó Ú ú ū ù ý ȳ ͂
Erweiterte Suche
Expertensuche
Anzahl der Suchtreffer: 34048
Docx
# | Lemma | Wortart | Deutsche Bedeutung |
---|---|---|---|
33081 | χεῖμα (cheima) | N. | Winter, Wintersturm |
33082 | χειμαδεύειν (cheimadeúein) | V. | Sturm schicken, Unwetter schicken, heimsuchen, kränken |
33083 | χειμάδιον (cheimádion) | N. | Winterquartier |
33084 | χειμάζειν (cheimázein) | V. | Sturm schicken, Unwetter schicken, heimsuchen, kränken |
33085 | χειμαίνειν (cheimaínein) | V. | Sturm schicken, Unwetter schicken, heimsuchen, kränken |
33086 | χείμαρος (cheímaros) | M. | Zapfen (M.), Zapfen (M.) im Schiffsboden zum Ablassen des Wassers |
33087 | χειμάῤῥοος (cheimárrhoos), χειμάῤῥους (cheimárrhus) | M. | Gießbach, Bergstrom |
33088 | χειμάῤῥους (cheimárrhus) | M. | |
33089 | χειμασία (cheimasía), χειμασίη (cheimasíē) | F. | Überwintern, Winterquartier |
33090 | χειμασίη (cheimasíē) | F. | |
33091 | χείμαστρον (cheímastron) | N. | Winterkleid |
33092 | χειματικός (cheimatikós) | Adj. | winterlich |
33093 | χειμερίζειν (cheimerízein) | V. | Sturm schicken, Unwetter schicken, heimsuchen, kränken |
33094 | χειμερινός (cheimerinós) | Adj. | winterlich, den Winter betreffend |
33095 | χειμέριος (cheimérios) | Adj. | winterlich, stürmich |
33096 | χειμεριώδης (cheimeriōdēs) | Adj. | winterlich, stürmich |
33097 | χειμίη (cheimíē) | F. | winterliches Wetter |
33098 | χειμοθνής (cheimothnḗs) | Adj. | erfroren |
33099 | χειμώδης (cheimōdēs) | Adj. | winterlich |
33100 | χειμών (cheimōn) | M. | Wintersturm, Sturm, Winterwetter, Winter |